- ὀλάς
- ὀλά̱ς , ὀλήfem acc plὀλά̱ς , οὐλαίbarley-cornsfem acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁλᾷς — ὁλάω pres subj act 2nd sg ὁλάω pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλας — ὅλᾱς , ὅλοξ fem acc pl ὅλᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὅλος whole fem acc pl ὅλᾱς , ὅλος whole fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὁλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHILIOMBAE — aris nonnumquam admorae, a Gentilibus. Martyrolog. de Artemio, πλείονα γοῦ ἤ σύμπαστοῖς ἄλλοις ἀγάλμασι προσῆγε τὴν θεραπείαν. Χιλιόμβας ὅλας ἐξ ἑκάςτου γένους θυόμενος αὐτῷ, Maiorem igitur, quam reliquis omnibus imaginibus, cultum exhibuit,… … Hofmann J. Lexicon universale
DANAE — filia Acrisii, Regis Argiv. ex Eurydice, filia Lacedaemonis, qui cum oraculo monitus esset, fore, ut a nepote occideretur, filiam munitissimae turi inclusit: cuius amore captus Iuppiter in imbrem aureum se convertit, et per tegulas in puellae… … Hofmann J. Lexicon universale
IOLAUS — Iphicli fil. qui Herculi Hydram interficienti adfuit, ferroque candenti cruorem cohibuit, ne alia ex eo capita suppullularent. Hic cum ad decrepitam aetatem pervenisset, Herculis precibus iuventuti ab Hebe restitutus est. Ovid. Met. l. 9. v. 499 … Hofmann J. Lexicon universale
TRICTRACUS — ὀνοματοπεποιημένως, a sono, quem calculi in tabula moti faciunt, ludi genus vocatur, in quo calcoli ad tesserarum iactum sic arte fortunam temperante varie moventur, olim hodieque in usu, ratione ludendi in quibu sdam saltem diversâ. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
εξερεύγομαι — (AM ἐξερεύγομαι) [ερεύγομαι] βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ) μσν. ρουφῶ («κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα») αρχ. 1. (για όγκο) ανοίγω 2. (για ποταμό) εκβάλλω 3. (για φλέβα) αδειάζω … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek